ὑπουργεῖν

ὑπουργεῖν
ὑπουργέω
render service
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπάνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπανύσθαι ὑπουργεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνυμι / ἀνύω «εκτελώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπουργώ — ὑπουργῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. είμαι υπουργός (μσν.αρχ.) 1. προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον (α. «σοὶ βουλόμενος ὑπουργέειν», Ηρόδ. β. «μισθὸς ἐργάτου ὑπουργοῡντος Σάρατι κονιατῇ», πάπ.) 2. ενισχύω, προάγω κάτι (α. «ὑπουργῆσαι τῷ πράγματι», Φώτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”